σκοτεινότητα

σκοτεινότητα
η / σκοτεινότης, -ητος, ΝΑ [σκοτεινός]
1. η ιδιότητα τού σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα
2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῡ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτεινότητα — η ιδιότητα του σκοτεινού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτεινότητα — σκοτεινότης darkness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αμυδρότητα — η (Α ἀμυδρότης) [ἀμυδρός] 1. σκοτεινότητα, θολότητα 2. ασάφεια 3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • δύσοπτος — δύσοπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοπτον η σκοτεινότητα …   Dictionary of Greek

  • ζοφερότητα — η (Μ ζοφερότης) [ζοφερός] σκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφος νεοελλ. μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία …   Dictionary of Greek

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… …   Dictionary of Greek

  • μελάμψωμα — μελάμψωμα, τὸ (M) σκοτεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μελαμψώνω] …   Dictionary of Greek

  • μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”